- κοντοζυγώνω
- 1. προσεγγίζω, πλησιάζω, έρχομαι κοντά2. (τριτοπρόσ.) κοντοζυνώνειφθάνει η ώρα, πλησιάζει, κοντεύει («κοντοζυγώνει να νυχτώσει»)3. φρ. «τήν κοντοζύγωσε» — τήν πλησίασε με ερωτική διάθεση, τή διπλάρωσε.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)-* + ζυγώνω].
Dictionary of Greek. 2013.